- εξαναχωρώ
- ἐξαναχωρῶ, έω (Α)1. αναχωρώ από έναν τόπο ή για έναν τόπο, αποσύρομαι από μια θέση («τοὺς λοιποὺς αὖτις ἐξαναχωρέειν ἐπὶ τὸν ποταμόν», Ηρόδ.)2. (μτβ.) αποσύρω, ανακαλώ κάτι («ἐξανεχώρει τὰ εἰρημένα», Θουκ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξαναχωρῶ — ἐξαναχωρέω go out of the way pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐξαναχωρέω go out of the way pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐξαναχωρέω go out of the way pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐξαναχωρέω go out of the way pres ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεξαναχωρώ — έω, Μ αποσύρομαι κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐξαναχωρῶ «αποσύρομαι, υποχωρώ»] … Dictionary of Greek